-
1 πεικαμμαῖς
πεικαμμαῖς· ὀξείαις καὶ λεπταῖς, Hsch. [full] πεικόν· πικρόν, πευκεδανόν, Id. [full] πεῖκος, [full] πείκω,A v. πέκος, πέκω. [full] πειλός· πᾶν τὸ πεπιλωμένον (- πηλ-cod.), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεικαμμαῖς
См. также в других словарях:
πεικαμμαίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξείαις καὶ λεπταῑς» … Dictionary of Greek